μάργαρον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό,
A = μαργαρίτης, Anacreont.22.14, PHolm.10.17,29.
German (Pape)
[Seite 95] τό, = μαργαρίτης, Anacr. 22, 14, Paul. Sil. 17 (V, 270).
Greek (Liddell-Scott)
μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, Ἀνακρεόντ. 22. 14, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8695. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
perle.
Étymologie: μάργαρος.
Greek Monotonic
μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, σε Ανακρεόντ.
Russian (Dvoretsky)
μάργᾰρον: τό жемчужина, жемчуг Anacr., Anth.