μετεξανίσταμαι

From LSJ
Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεξανίσταμαι Medium diacritics: μετεξανίσταμαι Low diacritics: μετεξανίσταμαι Capitals: ΜΕΤΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: metexanístamai Transliteration B: metexanistamai Transliteration C: meteksanistamai Beta Code: metecani/stamai

English (LSJ)

Pass.,

   A move from one place to another, Luc.Symp.13.

Greek (Liddell-Scott)

μετεξανίσταμαι: Παθ., μεταβαίνω ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Λουκ. Συμπ. 13.

French (Bailly abrégé)

déplacer d’un endroit à un autre.
Étymologie: μετά, ἐξανίστημι.

Greek Monotonic

μετεξανίσταμαι: Παθ., μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετεξανίσταμαι: переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).