μηχάνησις
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
Dor. μᾱχάνᾱσις Metop. ap. Stob.3.1.120: εως, ἡ:—
A = μηχανή, Hp.Art.72, Dexipp. 12 J.; μ. σιτοποιική Plb.1.22.7.
German (Pape)
[Seite 181] ἡ, das Anwenden einer Maschine, die Maschine selbst, σιτοποιική, Pol. 1, 22, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μηχάνησις: ἡ, ἡ χρῆσις μηχανῆς, λατ. machinatio· ὡσαύτως = μηχανή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834, κατὰ τὸν Littré· μ. σιτοποιητικὴ Πολύβ. 1. 22, 7· - Δωρ. μαχάνασις, Θεάγης σ. 862 ἔκδ. Gal.
Greek Monolingual
μηχάνησις και δωρ. τ. μαχάνασις, ἡ (Α) μηχανώμαι
1. η χρήση μηχανής
2. η ίδια η μηχανή.
Russian (Dvoretsky)
μηχάνησις: εως (χᾰ) ἡ устройство, прибор, машина (σιτοποιϊκή Polyb.).