μετακινητός

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑνητός Medium diacritics: μετακινητός Low diacritics: μετακινητός Capitals: ΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: metakinētós Transliteration B: metakinētos Transliteration C: metakinitos Beta Code: metakinhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.

Greek Monotonic

μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετακινητός: подлежащий изменению (νόμοι Solon ap. Plut.).