μολυβδόομαι
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδόομαι: Παθ. γίνομαι μόλυβδος, τήκομαι ὡς μόλυβδος, Διοσκ. 5. 99. 2) μεμολυβδωμένος, εἶμαι γεμισμένος μὲ μόλυβδον, ἐπὶ τῶν ἀστραγάλων τοῦ παιγνιδίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 3, 1· ἐπὶ τοῦ δικτύου, ἔχοντος τεμάχια μολύβδου προσηρτημένα ὅπως εὐχερῶς βυθίζηται εἰς τὸ ὕδωρ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόσταδον.
Russian (Dvoretsky)
μολυβδόομαι: (слова на μολυβδ- имеют v. l. μολιβδ-) наливаться свинцом: μεμολυβδωμένοι ἀστράγαλοι Arst. налитые свинцом игральные кости.