Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
[Seite 188] dasselbe, Philet. 2 (VII, 481).
μινύωρος, -ον (Α)
μινυώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ολιγό-ωρος].
μῐνύωρος: Anth. = μινυώριος.