Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυκήτινος

From LSJ
Revision as of 00:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠκήτῐνος Medium diacritics: μυκήτινος Low diacritics: μυκήτινος Capitals: ΜΥΚΗΤΙΝΟΣ
Transliteration A: mykḗtinos Transliteration B: mykētinos Transliteration C: mykitinos Beta Code: mukh/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of mushrooms, Luc.VH1.16.

German (Pape)

[Seite 216] von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

μῠκήτῐνος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ μυκήτων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec un champignon.
Étymologie: μύκης.

Greek Monolingual

μυκήτινος, -ίνη, -ον (Α)
κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + κατάλ. -ινος].

Greek Monotonic

μῠκήτῐνος: -η, -ον (μύκης), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μῠκήτῐνος: сделанный из гриба (ἀσπίς Luc.).