μούσειος

From LSJ
Revision as of 00:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen; ἕδρα, Eur. Bacch. 408; κέλαδος, Ep. ad. 419 (IX, 372); vgl. Lob. Phryn. 311.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 des Muses;
2 musical.
Étymologie: μοῦσα.

Greek Monolingual

μούσειος, -ον, αιολ. τ. μοισαῑος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες
2. μουσικός
3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» — το άρμα της ποίησης
β) «μοισαῑος λίθος» — μνημείο από άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. ίππ-ειος, κήπ-ειος)].

Russian (Dvoretsky)

μούσειος: 2, эол. μουσαῖος 3, дор. μοισαῖος 3
1) принадлежащий музам (ἅρμα Pind.; ἕδρα Eur.);
2) музыкальный (κέλαδος Anth.).