μοτός

From LSJ
Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοτός Medium diacritics: μοτός Low diacritics: μοτός Capitals: ΜΟΤΟΣ
Transliteration A: motós Transliteration B: motos Transliteration C: motos Beta Code: moto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tent, tampon, lint pledget for dressing wounds, Hp.VC14: dat. pl. μοτοῖς Dsc.3.82, μότοις Heliod. ap. Orib.44.11.11: Ep.gen.pl. μοτάων (as if from μοτή) Q.S.4.212: neut. pl. μότα, τά, Call.Fr.7.40 P., Hsch.    II drainage tube, μ. κασσιτέρινος κοῖλος Hp.Morb.2.47; also μ. στερεός ib. 59.

Greek (Liddell-Scott)

μοτός: ὁ, λινοῦν ξαντὸν πρὸς θεραπείαν τραυμάτων χρήσιμον, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 907, κτλ.· Ἐπικ. γεν. πληθ. μοτάων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μοτὴ) Κόϊντ. Σμ. 4. 212· ὡσαύτως μοτόν, τό, Ἡσύχ.· ὑποκορ. μοτάριον, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 163. 83· πρβλ. ἔμμοτος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
charpie, rouleau de charpie.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

ο, και μοτόν, το (Α μοτός)
είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ.) μότα
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη»
2. αποχετευτικός σωλήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. παραδίδει ο Ησύχ. ως ουδ. στον πληθ. μότα, με αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

μοτός: ὁ, κομματιασμένο λινό ύφασμα, ξαντό (που χρησιμ. ως επίθεμα στα τραύματα), πρβλ. ἔμμοτος.

Russian (Dvoretsky)

μοτός: ὁ корпия (для ран) Plut.