μορμύρος

Revision as of 00:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, a sea-fish,

   A Pagellus mormyrus, Arist.HA570b20 (proparox.), Archestr.Fr.52 (proparox.), AP6.304 (Phan.), Artem. 2.14 (proparox. as v. l.), cj. in Opp.H.1.100; cf. μόρμυλος.

German (Pape)

[Seite 207] ὁ, auch μορμύλος, eine Art Meerfisch; Arist. H. A. 6, 17; Ath. VII, 94; Phan. 7 (VI, 304).

Greek (Liddell-Scott)

μορμύρος: [ῠ], ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, κοινῶς «μουρμοῦρα» καὶ ἐν Κυζίκῳ «μουρμοῦρι», mormyrus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 7, Ἀνθ. Π. 6. 304· μορμύλος εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσ. τοῦ Ἀθην. 313Ε, Ὀππ. Ἁλ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
spare, poisson.
Étymologie: DELG μορμύρω.

Greek Monolingual

και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω του θορύβου που κάνει το ψάρι κατά την κίνηση του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή murmillo «ξιφομάχος με γαλατικό κράνος στην κορυφή του οποίου υπάρχει ψάρι»].

Russian (Dvoretsky)

μορμύρος: (ῠ) ὁ рыба мормир (Pagellus mormo) Arst., Anth.