νηκουστέω

From LSJ
Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκουστέω Medium diacritics: νηκουστέω Low diacritics: νηκουστέω Capitals: ΝΗΚΟΥΣΤΕΩ
Transliteration A: nēkoustéō Transliteration B: nēkousteō Transliteration C: nikousteo Beta Code: nhkouste/w

English (LSJ)

(νη-, ἀκούω)

   A give no heed to, disobey, c. gen., οὐδ' Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Il.20.14.

Greek (Liddell-Scott)

νηκουστέω: (νη-, ἀκούω) δὲν ἀκούω, δὲν προσέχω, παρακούω, μετὰ γενικ., οὐδ’ Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Ἰλ. Υ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. poét. νηκούστησε;
ne pas écouter, désobéir à, gén..
Étymologie: νήκουστος.

English (Autenrieth)

(ἀκούω), aor. νηκούστησα: fail to hearken, disobey, w. gen., Il. 20.14†.

Greek Monotonic

νηκουστέω: (νη-, ἀκούω, ἀκουστός), δεν ακούω, δεν δίνω προσοχή, δείχνω ανυπακοή σε κάποιον, παρακούω· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νηκουστέω: не слушать(ся): οὐ νηκουστῆσαί τινος Hom. внять чьей-л. просьбе.