νυγμή

From LSJ
Revision as of 00:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμή Medium diacritics: νυγμή Low diacritics: νυγμή Capitals: ΝΥΓΜΗ
Transliteration A: nygmḗ Transliteration B: nygmē Transliteration C: nygmi Beta Code: nugmh/

English (LSJ)

ἡ, = sq., Plu.Ant.86.    2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Greek Monolingual

νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].

Greek Monotonic

νυγμή: ἡ (νύσσω), κέντρισμα, τσίμπημα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νυγμή: ἡ укол Plut.