οἰκειωτικός

From LSJ
Revision as of 00:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκειωτικός Medium diacritics: οἰκειωτικός Low diacritics: οικειωτικός Capitals: ΟΙΚΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikeiōtikós Transliteration B: oikeiōtikos Transliteration C: oikeiotikos Beta Code: oi)keiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A appropriative, τέχνη οἰ. Pl.Sph.223b ; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.Herc.346p.79V.    2 adapting, οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.

German (Pape)

[Seite 299] sich aneignend, τέχνη, Plat. Soph. 223 b; passend, πρός τι, im Ggstz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκειωτικός: -ή, -όν, (οἰκειόω 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, τέχνη οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) ἁρμοστικός, οἰκ. δύναμις πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s’accorde ; πρός τι, avec qch.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monolingual

οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) οικειώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)
2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόν
εξοικείωση.

Russian (Dvoretsky)

οἰκειωτικός: 1) усваивающий (τέχνη Plat.);
2) приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ καλόν Plut.).