ὁμοιογενής

From LSJ
Revision as of 00:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιογενής Medium diacritics: ὁμοιογενής Low diacritics: ομοιογενής Capitals: ΟΜΟΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: homoiogenḗs Transliteration B: homoiogenēs Transliteration C: omoiogenis Beta Code: o(moiogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A akin, of like kind, Arist. GA715b9, Placit.4.19.2 ; ἀρεταί D.H.Pomp.3. Adv. -νῶς An.Ox.4.273.

German (Pape)

[Seite 334] ές, von gleicher. Geburt, gleichem Geschlechte, gleicher Gattung, Arist. gen. an. 1, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιογενής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίου γένους, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 7, Πλούτ. 2. 902C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοιογενῆ· ὁμόφυλον. συγγενικὸν» ― Ἐπίρρ. -νῶς, Γραμμ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de même race, de même genre.
Étymologie: ὅμοιος, γένος.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοιογενής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις
2. ομοιόμορφος.
επίρρ...
ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς)
με ομοιογενή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -γενής (< γένος), πρβλ. ομο-γενής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιογενής: одинакового происхождения, одного рода Arst., Plut.