οἰκητής
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A dweller, inhabitant, S.OT1450, Pl.Phd.IIIb : Locr. ϝοικητάς, colonist, IG9(1).334.47 ; ἡ πόλις προσδεῖται πλεόνων οἰκητῶν ib.9(2).517.5 (Larissa, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 300] ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκητής: -οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, Σοφ. Ο. Τ. 1450, Πλάτ. Φαίδων 111C, καὶ ἴσως Σιμων. 5. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
habitant.
Étymologie: οἰκέω.
Greek Monolingual
οἰκητής και, λοκρικός τ., Fοικητὰς, ὁ (Α) οικώ
1. κάτοικος, ένοικος
2. (ο λοκρικός τ. Fοικητάς)
ο άποικος.
Greek Monotonic
οἰκητής: -οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, σε Σοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκητής: οῦ ὁ Soph., Plat. = οἰκητήρ.