Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐρήθρα

From LSJ
Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρήθρα Medium diacritics: οὐρήθρα Low diacritics: ουρήθρα Capitals: ΟΥΡΗΘΡΑ
Transliteration A: ourḗthra Transliteration B: ourēthra Transliteration C: ourithra Beta Code: ou)rh/qra

English (LSJ)

Ion. οὐρήθρη, ἡ, (οὐρέω A)

   A urethra, Hp.Aph.4.82, Arist.HA 493b4.    II sewage tank, IG4.2(1).109 iii 97 (Epid., iii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, Uringang, Arist. H. A. 1, 14 u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρήθρα: Ἰων, -θρη, ἡ, (οὐρέω) ἡ οὐρήθρα, ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1.

Greek Monolingual

η (Α οὐρήθρα, ιων. τ. οὐρήθρη)
πόρος που εκτείνεται από την ουροδόχο κύστη έως το έξω ουρηθρικό στόμιο και χρησιμεύει για την εκροή τών ούρων και, στον άνδρα, ως δίοδος του σπέρματος
αρχ.
δεξαμενή ακαθαρσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].

Russian (Dvoretsky)

οὐρήθρα: ἡ анат. уретра, мочеиспускательный канал Arst.