παράπλειος

From LSJ
Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

German (Pape)

[Seite 494] fast voll; Plat. Rep. III, 390 a führt aus Od. 9, 8 an παράπλειαι (v. l. παραπλεῖαι) ὦσι τράπεζαι, wo in unsern Texten steht παρὰ δὲ πλήθωσι τρ.

Greek (Liddell-Scott)

παράπλειος: -α, -ον, σχεδὸν πλήρης, ὅταν παράπλειαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν ὡς ὁ Πλάτ. ἐν Πολ. 390Α μνημονεύει τὸ ἐν Ὀδ. Ι. 8 χωρίον, ὅπερ κατὰ τὸ παραδεδεγμένον κείμενον ἔχει: παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι..

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
presque plein.
Étymologie: παρά, πλέος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α
ο σχεδόν γεμάτοςὅταν παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλεῖος, επικ. τ. του πλέος (< πίμπλημι, βλ. λ. πλέως)].

Greek Monotonic

παράπλειος: -α, -ον, σχεδόν πλήρης, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παράπλειος: почти полный: παράπλειαι ὦσι τράπεζαι Hom. ap. Plat. (v. l. παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι) столы были почти полны.