παρωνύμως

From LSJ
Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. παρώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

παρωνύμως: в порядке словопроизводства, применяя производное слово (π. ἀπό τινος λέγεσθαι Arst.).