πασχητιασμός
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ὁ,
A unnatural lust, Luc.Gall.32.
German (Pape)
[Seite 532] ὁ, Luft und Trieb zum Beischlafe, bes. zur Päderastie; Luc. Gall. 32; Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
πασχητιασμός: ὁ, τὸ πάθος τοῦ πασχητιῶντος, δηλ. τοῦ κιναίδου, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 32, Κλήμ. Ἀλ. 222.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σφοδρή επιθυμία για παρά φύσιν σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πασχητιῶ + κατάλ. -ασμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε -άζω].
Russian (Dvoretsky)
πασχητιασμός: ὁ одержимость противоестественными страстями Luc.