περίσεπτος

From LSJ
Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσεπτος Medium diacritics: περίσεπτος Low diacritics: περίσεπτος Capitals: ΠΕΡΙΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: períseptos Transliteration B: periseptos Transliteration C: periseptos Beta Code: peri/septos

English (LSJ)

η, ον,

   A much-revered, much-honoured, A.Eu.1038 (lyr.), Agathocl.2.

German (Pape)

[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr verehrt, verehrungswürdig; καὶ τιμαῖς καὶ θυσίαις περίσεπται, Aesch. Eum. 990; Ath. VIII, 376 a.

Greek (Liddell-Scott)

περίσεπτος: -η, -ον, λίαν τετιμημένος, σεβάσμιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον χωρίον), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vénéré.
Étymologie: περί, σέβομαι.

Greek Monolingual

-έπτη, -ον, Α σεπτός
εξαιρετικά σεπτός, πολύ τιμημένος, πολύ σεβάσμιος.

Greek Monotonic

περίσεπτος: -η, -ον, εξαιρετικά σεβαστός, αξιοσεβάσμιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

περίσεπτος: и 3 высокопочитаемый Aesch.