ποικιλόμυθος

From LSJ
Revision as of 02:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόμῡθος Medium diacritics: ποικιλόμυθος Low diacritics: ποικιλόμυθος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: poikilómythos Transliteration B: poikilomythos Transliteration C: poikilomythos Beta Code: poikilo/muqos

English (LSJ)

ον,

   A of various discourse, χείλη AP5.55 (Diosc.); epith. of Cronus, Orph.H.13.5; of Hermes, ib.28.8.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfaltiger Rede, Erzählung, beredt, geschwätzig, Orph. H. 12, 5 u. a. sp. D., wie Sosipat. 3 (Diosc. V, 56), χείλη.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόμῡθος: -ον, ὁ λέγων ποικίλα, ποικίλους λόγους, Ἀνθ. Π. 5. 56, Ὀρφ. Ὕμν. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paroles variées, éloquent.
Étymologie: ποικίλος, μῦθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Κρόνου και του Ερμού) αυτός που λέει ποικίλους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μυθος (< μῦθος), πρβλ. ακριτό-μυθος].

Greek Monotonic

ποικῐλόμῡθος: -ον, αυτός που λέγει ποικίλους, διάφορους λόγους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόμῡθος: болтающий без умолку (χείλη Anth.).