πολυάχητος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for πολυήχητος.
German (Pape)
[Seite 660] = πολυήχητος, κῶμος, Eur. Alc. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάχητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολυήχητος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πολυήχητος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολυήχητος.
Russian (Dvoretsky)
πολυάχητος: (ᾱ) дор. = πολυήχητος.