πλινθοφορέω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A carry bricks, Ar.Av.1149, IG22.1672.28, Polyaen.8.24.3, BGU699.6 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 637] Ziegel tragen; Ar. Av. 1139. 1149; Polyaen. 8, 24, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter des briques.
Étymologie: πλινθοφόρος.
Greek Monotonic
πλινθοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω πλίνθους, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλινθοφορέω: носить кирпичи Arph.