προνοητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A provident, cautious, wary, X.Mem.1.3.9, Men.Epit.344; τὸ πόρρωθεν π. M.Ant.1.16: Comp. -ώτερος Procop.Arc.19. Adv. -κῶς X.Mem.1.4.6, Aen.Tact.18.11, Ph.1.500, Sor.1.14; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός J.AJ11.5.8: Sup. -ώτατα most wisely, A.D.Pron.104.13. 2 taking thought or care for, esp. of divine providence, θεὸς π. κόσμου D.L.7.147, cf. Str.10.3.23, Ph.2.242; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Arist.EN1141a28, cf. Ph.2.546, Plu.2.1052b, Procl.Inst.120: Comp. -ώτερος Chio Ep.15.2. II of things, showing forethought or design, X.Mem.4.3.6.
German (Pape)
[Seite 735] ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam, Xen. Mem. 4, 3, 6; adv., S. Emp. adv. log. 2, 286.
Greek (Liddell-Scott)
προνοητικός: -ή, -όν, ὁ προνοῶν, προφυλακτικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλούτ. 2. 1052Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ δεικνύων πρόνοιαν ἢ σκοπόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6· πρ. ἔχειν δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 prévoyant;
2 qui a soin de pourvoir, qui prend soin de.
Étymologie: προνοέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προνοητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προνοητής
1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει
2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν... προνοητικῶν μᾱλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
αυτός που προέρχεται από τον θεό, θεόσταλτος
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)
2. (για πράγμα ή ενέργεια) αυτός που ενέχει πρόθεση, σκοπιμότητα («καὶ τοῡτο, ἔφη, προνοητικόν», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προνοητικόν
η πρόνοια.
επίρρ...
προνοητικώς / προνοητικῶς ΝΜΑ και προνοητικά Ν
κατά τρόπο προνοητικό («ταῡτα οὕτω προνοητικῶς πεπραγμένα», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «προνοητικῶς ἔχω» — προνοώ, φροντίζω.
Greek Monotonic
προνοητικός: -ή, -όν,
I. προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει πρόνοια ή προμελέτη, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προνοητικός: 1) предусмотрительный, осмотрительный (π. ἢ ἀνόητος Xen.; δύναμις Arst.);
2) заботливый, внимательный (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.).