προσανάκλιμα
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ατος, τό,
A that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).
Greek (Liddell-Scott)
προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
point d’appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.
Greek Monolingual
-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
προσανάκλῐμα: τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
προσανάκλῐμα: ατος τό подпора, опора Anth.