σκύτευσις

From LSJ
Revision as of 03:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτευσις Medium diacritics: σκύτευσις Low diacritics: σκύτευσις Capitals: ΣΚΥΤΕΥΣΙΣ
Transliteration A: skýteusis Transliteration B: skyteusis Transliteration C: skytefsis Beta Code: sku/teusis

English (LSJ)

εως, ἡ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτευσις: [ῡ], εως, ἡ, = σκυτεία, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α σκυτεύω
η πράξη του σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία.

Russian (Dvoretsky)

σκύτευσις: εως (κῡ) ἡ шитье обуви, сапожное ремесло Arst.