σκηνογράφος

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνόγρᾰφος Medium diacritics: σκηνογράφος Low diacritics: σκηνογράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnográphos Transliteration B: skēnographos Transliteration C: skinografos Beta Code: skhno/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A scene-painter, D.L.2.125.

German (Pape)

[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].

Greek Monotonic

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.

Russian (Dvoretsky)

σκηνογράφος: (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.