σπινίδιον
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
German (Pape)
[Seite 922] τό, dim. von σπίνος, Vögelchen oder Finkchen, Ar. frg. 344, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐνίδιον: [ῐδ], τό, ὑποκορ. οῦ σπίνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 7· ὡσαύτως σπινίον, τό, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 14.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
σπῐνίδιον: (ῐδ) τό небольшой зяблик, по по друг. чижик Arph.