συνεκκλύζω

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκλύζω Medium diacritics: συνεκκλύζω Low diacritics: συνεκκλύζω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΛΥΖΩ
Transliteration A: synekklýzō Transliteration B: synekklyzō Transliteration C: synekklyzo Beta Code: sunekklu/zw

English (LSJ)

   A wash out together, Arist.Col.795b6:—Pass., Id.GA727b16, Dsc.2.101.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich ausspülen, Arist. gen. an. 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλύζω: ἐκπλύνω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 12. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. Γεν. Ζ. 1. 19, 20.

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»].

Greek Monolingual

Α
ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ' ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεκκλύζω: одновременно вымывать, смывать, споласкивать (τι μετά τινος Arst.).