συνερανισμός

From LSJ
Revision as of 04:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερᾰνισμός Medium diacritics: συνερανισμός Low diacritics: συνερανισμός Capitals: ΣΥΝΕΡΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: syneranismós Transliteration B: syneranismos Transliteration C: syneranismos Beta Code: suneranismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A gathering in, collecting, Plu.2.992a.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνισμός: ὁ собирание, сбор Plut.