τέτλαθι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
τετλαίην, τετλάμεν, τετλάμεναι, τετληώς,
A v. Τλάω.
Greek (Liddell-Scott)
τέτλᾰθι: τετλαίην, τετλάμεν, τετλάμεναι, τετληώς, ἴδε ἐν λ. *τλάω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. pf. de τλάω.
English (Autenrieth)
see τλῆναι.
Greek Monotonic
τέτλᾰθι: τετλάτω, Επικ. προστ. παρακ. του *τλάω· — τετλαίην, ευκτ.· — τετλάμεν, -άμεναι, απαρ.
Russian (Dvoretsky)
τέτλᾰθι: эп. 2 л. imper. к τλῆναι.