τιτθεία
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
ἡ,
A nursing, D.57.42, Sor.1.88.
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, das Säugen der Amme, Ammendienst, Dem. 57, 42.
Greek (Liddell-Scott)
τιτθεία: ἡ, τιθήνησις, ἐπιμέλεια, ἀπὸ ταύτης τῆς τιτθείας Δημ. 1312. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
allaitement ; soins à un enfant.
Étymologie: τίτθη.
Greek Monolingual
ἡ, Α τιτθεύω
η επιμέλεια της ανατροφής κάποιου.
Greek Monotonic
τιτθεία: ἡ, ενέργεια τροφού, επιμέλεια, γαλουχία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τιτθεία: ἡ кормление грудью Dem.