τραγοκτόνος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
German (Pape)
[Seite 1133] ον, Böcke tödtend; Eur. Bacch. 139 αἷμα τρ., das Blut der getödteten Böcke.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les boucs.
Étymologie: τράγος, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγοκτόνος: убивающий козлов: αἷμα τραγοκτόνον Eur. кровь убитых козлов.