τραγοκτόνος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

German (Pape)

[Seite 1133] ον, Böcke tödtend; Eur. Bacch. 139 αἷμα τρ., das Blut der getödteten Böcke.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les boucs.
Étymologie: τράγος, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγοκτόνος: убивающий козлов: αἷμα τραγοκτόνον Eur. кровь убитых козлов.