ὑπεκπνέω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
A exhale or evaporate gradually, metaph., Pl.Ax.365c.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. πνέω), allmälig, leise aushauchen, ausathmen, sterben, Plat. Ax. 365 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκπνέω: ἐξατμίζομαι κατ’ ὀλίγον, περιττοὶ λόγοι ὑπεκπνέουσι λεληθότως καὶ ἀτιμάζονται Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C.
Greek Monolingual
Α ἐκπνέω
εκπνέω ή εξατμίζομαι βαθμιαία.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκπνέω: досл. незаметно испаряться, перен. ускользать: οἱ λόγοι ὑπεκπνέουσί μοι Plat. слова ускользают от меня.