Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμβοχόη

From LSJ
Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοχόη Medium diacritics: τυμβοχόη Low diacritics: τυμβοχόη Capitals: ΤΥΜΒΟΧΟΗ
Transliteration A: tymbochóē Transliteration B: tymbochoē Transliteration C: tymvochoi Beta Code: tumboxo/h

English (LSJ)

ἡ,

   A the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. foreg.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

English (Autenrieth)

see the foregoing.

Greek Monolingual

ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.

Greek Monotonic

τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόη: ἡ насыпание могильного холма, погребение Hom.