ὑπερθερμαίνω

From LSJ
Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθερμαίνω Medium diacritics: ὑπερθερμαίνω Low diacritics: υπερθερμαίνω Capitals: ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: hyperthermaínō Transliteration B: hyperthermainō Transliteration C: yperthermaino Beta Code: u(perqermai/nw

English (LSJ)

   A warm or heat excessively, Hp.Morb.1.2:—Pass., ib.2.1, Arist.Pr.860b19, EE1239b35, Thphr.HP4.14.6, Alex.Aphr. Pr.1.89, Placit.5.30.6.

German (Pape)

[Seite 1196] übermäßig erwärmen; Hippocr.; pass., Arist. probl. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθερμαίνω: εἰς ὑπερβολὴν θερμαίνω, Ἱππ. 446. 39., 447. 4, Πλούτ., κλπ. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

échauffer trop.
Étymologie: ὑπέρ, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ὑπερθερμαίνω ΝΑ
θερμαίνω κάτι πέρα από το κανονικό, παραζεσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θερμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθερμαίνω: перегревать Arst.: διὰ τὸ ὑπερθερμαίνεσθαι ἀπὸ τοῦ ἡλίου Plut. вследствие чрезмерного солнечного жара.