ὑποξύριος

From LSJ
Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποξῠριος Medium diacritics: ὑποξύριος Low diacritics: υποξύριος Capitals: ΥΠΟΞΥΡΙΟΣ
Transliteration A: hypoxýrios Transliteration B: hypoxyrios Transliteration C: ypoksyrios Beta Code: u(pocu/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A on which shears or razors are rubbed, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1227] unter dem Scheermesser, φάρσος πετάσου Phani. 6 (VI, 307).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξύριος: [ῡ], -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὸ ξυράφιον ὤν, Ἀνθ. Π. 6. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sous le rasoir.
Étymologie: ὑπό, ξυρόν.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. -ιος].

Greek Monotonic

ὑποξύριος: [ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι, ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποξύριος: (ξῠ) кладущийся под бритву, т. е. (предполож.) служащий для вытирания бритвы (πετάσου φάρσος Anth.).