ὑπόσαλος

From LSJ
Revision as of 05:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσᾰλος Medium diacritics: ὑπόσαλος Low diacritics: υπόσαλος Capitals: ΥΠΟΣΑΛΟΣ
Transliteration A: hypósalos Transliteration B: hyposalos Transliteration C: yposalos Beta Code: u(po/salos

English (LSJ)

ον,

   A under the sea, νησίον Stad.72.    II shaken underneath, undermined, γῆ Plu.2.434c (ὑπὸ σάλου codd.); ὀδόντες ὑ. loose teeth, Dsc.1.105.5.

German (Pape)

[Seite 1231] unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend, Plut.; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσᾰλος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, νησίον Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης κάτωθεν, σειόμενος κάτωθεν, τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les flots sous lui ; vacillant.
Étymologie: ὑπό, σάλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από θάλασσα, ιδίως ταραγμένη
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», Πλούτ.)
3. φρ. «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που είναι έτοιμα να πέσουν (Διόσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάλος «κίνηση, ταραχή, τρικυμία»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσᾰλος: досл. покачивающийся на море, перен. качающийся, сотрясающийся (ἡ γῆ Plut.).