φιλόποτμος

From LSJ
Revision as of 05:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόποτμος Medium diacritics: φιλόποτμος Low diacritics: φιλόποτμος Capitals: ΦΙΛΟΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: philópotmos Transliteration B: philopotmos Transliteration C: filopotmos Beta Code: filo/potmos

English (LSJ)

ον,

   A fond of misery, unfortunate, Plu.2.986d (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόποτμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν δυστυχίαν ἢ τὴν ἀθλιότητα, δυστυχής, Πλούτ. 2. 986Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συνήθως είναι δύστυχος, αυτός που βρίσκεται σε δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότμος «μοίρα, τύχη, συνήθως κακή»].

Russian (Dvoretsky)

φιλόποτμος: полный несчастий, бедственный (βίος Plut.).