φιλοχρηματία

From LSJ
Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχρημᾰτία Medium diacritics: φιλοχρηματία Low diacritics: φιλοχρηματία Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΙΑ
Transliteration A: philochrēmatía Transliteration B: philochrēmatia Transliteration C: filochrimatia Beta Code: filoxrhmati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of money, Poet. ap. Zen.2.24, Pl.R.391c, Lg.747b, 938b, Eus.Mynd.13, etc.; ἁ φ. Σπάρταν ὀλεῖ, a Spartan proverb, Arist.Fr.544.

German (Pape)

[Seite 1288] ἡ, Geldgier, Habsucht, Streben nach Reichthum; Eur. Ep. 5; Plat. Rep. III, 391 c Legg. V, 747 b; Folgde, wie Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρημᾰτία: ἡ, ἡ τῶν χρημάτων ἀγάπη, Ποιητὴς παρὰ Ζηνοβ. 2. 24, Πλάτ. Πολ. 391C, Νόμ. 747Β, 938Β· ― ἁ φ. Σπάρταν ὀλεῖ, Σπαρτιακὴ παροιμία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 501.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de l’argent.
Étymologie: φιλοχρήματος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλοχρήματος
υπέρμετρη αγάπη προς το χρήμα, έντονη επιθυμία απόκτησης χρημάτων.

Greek Monotonic

φῐλοχρημᾰτία: ἡ, αγάπη για τα χρήματα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρημᾰτία: ἡ жадность к деньгам, сребролюбие Plat., Arst., Plut.