φυσασμός

From LSJ
Revision as of 05:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσασμός Medium diacritics: φυσασμός Low diacritics: φυσασμός Capitals: ΦΥΣΑΣΜΟΣ
Transliteration A: physasmós Transliteration B: physasmos Transliteration C: fysasmos Beta Code: fusasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blowing, opp. ἀασμός, Arist.Pr.964a17.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, das Blasen, Arist. probl. 34, 7. S. ἀασμός.

Greek (Liddell-Scott)

φυσασμός: ὁ, φύσημα ἀντίθετ. τῷ ἀασμός, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το φύσημα, το να βγάζει κανείς περιορισμένη ποσότητα αέρα κατά την εκπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. φυσάζω].

Russian (Dvoretsky)

φῡσασμός: ὁ дуновение, дутье Arst.