Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαριτοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐτοβλέφᾰρος Medium diacritics: χαριτοβλέφαρος Low diacritics: χαριτοβλέφαρος Capitals: ΧΑΡΙΤΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: charitoblépharos Transliteration B: charitoblepharos Transliteration C: charitovlefaros Beta Code: xaritoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with eyelids or eyes like the Charites, ὄμματα IG3.1376; Com., μᾶζα χ. Eub.112.4 (lyr.); of a person, MAMA4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, Hsch. Mil.Fr.7.17M.    2 Subst., a plant, used in philtres, Plin.HN 13.142.

German (Pape)

[Seite 1339] mit anmuthigen, holden Augenlidern, anmuthig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch μᾶζα, Eubul. bei Ath. XV, 685 e.

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτοβλέφαρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, μᾶζα χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.
Étymologie: χάρις, βλέφαρον.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων
2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο-βλέφαρος, καλλι-βλέφαρος].

Greek Monotonic

χᾰρῐτοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐτοβλέφᾰρος: с прекрасными ресницами (ὄμματα Anth.).