φρονηματίζομαι

Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Pass.,

   A to become presumptuous, Arist.Pol.1274a13; φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων ib.1341a30; πεφρονηματισμένοι διά τι ib.1284b2, cf. D.S.5.24; ἐπὶ τοῖς γεγονόσι Plb.21.25.8, D.S.9.2; c. dat., νίκῃ Id.12.48; πλῆθος τῶν -ισμένων ὡς ὁμοίων κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1306b28; φ. ὅτι . . to get a notion that... Sch.Theoc.14.48.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτίζομαι: Παθ., γίνομαι φρονηματίας, ὑψηλόφρων ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων αὐτόθι 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι αὐτόθι 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, νομίζω, φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48.

French (Bailly abrégé)

s’enorgueillir.
Étymologie: φρόνημα.

Russian (Dvoretsky)

φρονημᾰτίζομαι: зазнаваться, кичиться (ἐπί τινι Polyb.): φρονηματισθέντες ἔκ τινος и πεφρονηματισμένοι διά τι Arst. возгордившиеся чем-л.