φρενοπληγής

From LSJ
Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοπληγής Medium diacritics: φρενοπληγής Low diacritics: φρενοπληγής Capitals: ΦΡΕΝΟΠΛΗΓΗΣ
Transliteration A: phrenoplēgḗs Transliteration B: phrenoplēgēs Transliteration C: frenopligis Beta Code: frenoplhgh/s

English (LSJ)

ές,

   A striking the mind, i.e. driving mad, maddening, A.Pr.878 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, die Seele mit Wahnsinn schlagend, wahnsinnig machend, μανίαι, Aesch. Prom. 880.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοπληγής: -ές, ὁ πλήττων τὰς φρένας, ἄγων εἰς παραφροσύνην, φρενοπληγεῖς μανίαι Αἰσχύλ. Πρ. 879. ― Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui frappe l’esprit.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.

Greek Monolingual

-ες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι-πληγής, θεο-πληγής].

Greek Monotonic

φρενοπληγής: -ές (πλήσσω), αυτός που πλήττει το μυαλό, δηλ. που οδηγεί στην τρέλα, στην παραφροσύνη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φρενοπληγής: с ума сводящий (μανίαι Aesch.).