χίλιος
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
A v. χίλιοι.
German (Pape)
[Seite 1356] s. χίλιοι.
Greek (Liddell-Scott)
χίλιος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χίλιοι.
Greek Monolingual
και χείλιος, -ία, -ον, θηλ. και χιλίη, Α
βλ. χίλιοι.
Greek Monotonic
χίλιος: -α, -ον, βλ. χίλιοι.
Russian (Dvoretsky)
χίλιος: (χῑ) тысячный, состоящий из тысячи: только в выраж. ἵππος χιλίη Her. или χιλία Xen. отряд в тысячу всадников.