χίλιος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
v. χίλιοι.
German (Pape)
[Seite 1356] s. χίλιοι.
Russian (Dvoretsky)
χίλιος: (χῑ) тысячный, состоящий из тысячи: только в выраж. ἵππος χιλίη Her. или χιλία Xen. отряд в тысячу всадников.
Greek (Liddell-Scott)
χίλιος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χίλιοι.
Greek Monolingual
και χείλιος, -ία, -ον, θηλ. και χιλίη, Α
βλ. χίλιοι.
Greek Monotonic
χίλιος: -α, -ον, βλ. χίλιοι.