χοροήθης

From LSJ
Revision as of 06:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροήθης Medium diacritics: χοροήθης Low diacritics: χοροήθης Capitals: ΧΟΡΟΗΘΗΣ
Transliteration A: choroḗthēs Transliteration B: choroēthēs Transliteration C: choroithis Beta Code: xoroh/qhs

English (LSJ)

ες,

   A accustomed to the choral dance, νύμφαι h.Pan.3.

German (Pape)

[Seite 1366] ες, an Chöre, Tanze gewöhnt, H. h. 18, 3.

Greek (Liddell-Scott)

χοροήθης: -ες, ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, χοροήθεσι νύμφαις Ὕμν. Ὁμ. 18. 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’habitude des chœurs, des danses.
Étymologie: χορός, ἦθος.

Greek Monolingual

-όηθες, Α
(ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο-ήθης].

Greek Monotonic

χοροήθης: -ες (ἦθος), συνηθισμένος στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

χοροήθης: привыкший к хороводам (Νύμφαι HH).