ᾠώδης
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ες,
A egg-like, ὑγρότης Arist.HA565a23; σκώληξ Id.GA 733b13: oval, φιάλιον ὠιῶ[δες] IG22.1534.46 (iv B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ᾠώδης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ἀντὶ ᾠοειδής· ὑγρότης Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 9· σκώληξ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 25.
Greek Monolingual
-ες / ᾠώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει σχήμα αβγού
2. αυτός που έχει σύσταση κολλώδη σαν του αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ώδης].
Russian (Dvoretsky)
ᾠώδης: 1) яйцевидный (σκώληξ Arst.);
2) яичный (ὑγρότης Arst.)