διακυβεύω

From LSJ
Revision as of 06:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῠβεύω Medium diacritics: διακυβεύω Low diacritics: διακυβεύω Capitals: ΔΙΑΚΥΒΕΥΩ
Transliteration A: diakybeúō Transliteration B: diakybeuō Transliteration C: diakyveyo Beta Code: diakubeu/w

English (LSJ)

   A play at dice with another, πρός τινα Plu.Rom.5: abs., Id.2.128a; περί τινος ib.70d.

German (Pape)

[Seite 585] mit Einem würfeln, πρός τινα, Plut. Rom. 19; περί τινος, um etwas, Artax. 17; übertr., aufs Spiel setzen, wagen, περί τινος, adul. et am. discr. 44.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠβεύω: παίζω τοὺς κύβους πρὸς ἕτερον, πρός τινα Πλούτ. Ρωμ. 5· ἐντεῦθεν, διακινδυνεύω, ῥιψοκινδυνῶ, περί τινος ὁ αὐτ. 2. 128Α.

French (Bailly abrégé)

jouer aux dés ; fig. δ. περί τινος courir la chance d’une entreprise.
Étymologie: διά, κυβεύω.

Spanish (DGE)

1 jugar a los dados πρὸς τὸν θεὸν διακυβεύειν Plu.Rom.5, ἀσχημόνως τὸν βίον διακυβεύουσι Vit.Aesop.G 81, οἱ διακυβεύοντες los jugadores de cótabo, Sch.Ar.Pax 1244c
en v. med., Eust.1396.52.
2 fig. jugarse, arriesgar ἔρχῃ περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος ὥρᾳ μιᾷ διακυβεύσων Plu.2.70c, cf. 128a.

Greek Monolingual

διακυβεύω και διακυβῶ, -άω) κυβεύω
1. παίζω κύβους, ζάρια
2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω.

Greek Monotonic

διακῠβεύω: μέλ. -σω, παίζω τους κύβους με, πρός τινα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διακῠβεύω: играть в кости (πρός τινα Plut.): διακυβεῦσαι περί τινος перен. Plut. поставить что-л. на карту.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κυβεύω dobbelen